- εκνευρισμό
- sinirlilik, sinirlenme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
εκνευριστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εκνευρισμό … Dictionary of Greek
ηρωίνη — Κοινή ονομασία της διακετυλομορφίνης, ενός αλκαλοειδούς που παρασκευάζεται με την ακετυλίωση της μορφίνης (C17M19NO3). Είναι σκόνη λευκή κακι κρυσταλλική και συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο ευρέως διακινούμενων ναρκωτικών παγκοσμίως. Η παράνομη… … Dictionary of Greek
νευριαστικός — ή, ό [νευριάζω] αυτός που προκαλεί εκνευρισμό, εκνευριστικός … Dictionary of Greek
ρούχο — το / ῥοῡχον, ΝΜ ένδυμα, φόρεμα (α. «κι εις το ρούχο σου έσταζ αίμα, πλήθος αίμα ελληνικό», Σολωμ. β. «λαμπρὸν ἐφόρει ῥοῡχον, πολύτιμον καὶ θαυμαστόν», Διγ. Ακρ.) νεοελλ. 1. ύφασμα 2. φρ. α) «είναι στα ρούχα» ή «έπεσε στα ρούχα» είναι άρρωστος,… … Dictionary of Greek
εκνευριστικός — ή, ό επίρρ. ά που εκνευρίζει, που προκαλεί εκνευρισμό: Εκνευριστική βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)